ἴανθος

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

German (Pape)

[Seite 1233] ὁ (vielleicht aus ἴον u. ἄνθος zusggstzt), Hesych. erkl. ἄνθος, χρῶμά τι πορφυροειδές.

Greek Monolingual

το (ΑΜ ἴανθος)
τα άνθη του φυτού ίον, βιολέτα ή μενεξές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιάνθινος].