χιλιόπους
From LSJ
οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder
German (Pape)
[Seite 1356] οδος, ὁ, ἡ, neutr. -πουν, tausendfüßig, der Tausendfuß, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χῑλιόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χιλίους πόδας· - ὡς οὐσιαστ., ζῳύφιον σκωληκοειδὲς μετ’ ἀναριθμήτων ποδῶν, Γλωσσ., πρβλ. τῆς συνηθείας: «σαρανταπόδαρος».