ἐπερώτησις

Revision as of 11:17, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

English (LSJ)

Ion. ἐπειρ-, εως, ἡ,

   A questioning, consulting, Hdt.6.67; χρησμῶν Id.9.44, cf. IG12 (3).248.3 (Anaphe): pl., Th.4.38.    2 = foreg. 3, POxy.1205.9 (iii A.D.), Cod.Just.8.10.12.1a.

German (Pape)

[Seite 918] ἡ, ion. ἐπειρώτησις, das Befragen, Her. 6, 67, τῶν χρησμῶν 9, 44; Thuc. 4, 38 im plur.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπερώτησις: Ἰων. ἐπειρ-, εως, ἡ, ἐρώτησις, Ἡρόδ. 6. 67· μετὰ τὴν ἐπειρώτησιν τῶν χρησμῶν Ἡρόδ. 9. 44· ἐν τῷ πληθ., Θουκ. 4. 38. 2) ἡ δι’ ἐπερωτήσεως ἀποτεινομένης εἰς τοὺς συμβαλλομένους γινομένη ὁμολογία, ἤτοι συμβόλαιον, συμφωνία, Λατινισμός, ὡς τὸ Λατ. stipulatio, Ἰουστινιαν. Κῶδ. 1. 17, 3, §§ ε΄, γ΄, 8. 10, 12, § α΄ Νεαραί, 97. 1, Ψελλ. 927Α.