παραδειγματίζω

Revision as of 09:59, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

English (LSJ)

   A make an example of, τινα LXX Nu.25.4, Plb.2.60.7, 29.19.5 (Pass.); make a show or spectacle of, Ev.Matt.1.19; π. ἑαυτόν Plu.2.520b.    II show by example, Eust.153.18 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 476] Einen zum Beispiel machen, ihn zum Beispiel aufstellen, τινά, Pol. 29, 7, 5 u. öfter, Plut. u. a. Sp.; – παραδειγματιστέον, Pol. 35, 2, 10.

Greek (Liddell-Scott)

παραδειγμᾰτίζω: ἐπιδεικνύω ὡς παράδειγμα, μετὰ τιμωρίας παραδειγματιζόμενον Πολύβ. 2. 60, 7., 29. 7, 5, Ἑβδ.· ― ἐκθέτω τινὰ εἰς τὸ κοινόν, Εὐαγγ. κ. Ματθ. α΄, 19· π. ἑαυτὸν Πλούτ. 2. 520Β. ΙΙ. δεικνύω διὰ παραδείγματος, Εὐστ. 153. 18.