παραδειγματιστέον
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
one must punish for example's sake, Id.35.2.10.
Greek (Liddell-Scott)
παραδειγματιστέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ παραδειγματίζω, δεῖ παραδειγματίζειν, Πολύβ. 35. 2, 10.
German (Pape)
adj. verb. zu παραδειγματίζω, Pol. 35.2.10.