πρόγευμα
From LSJ
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
[Seite 713] τό, das Vorhergekostete, das Essen vor der Mahlzeit, Vorkost (?).
το, ΝΜ προγεύομαι
το πρωινό φαγητό, κολατσιό
νεοελλ.
(παλαιότερα) το μεσημεριανό φαγητό σε αντιδιαστολή προς το δείπνο
μσν.
ο χρόνος κατά τον οποίο λαμβάνεται το πρωινό φαγητό, το πρωί.