πρόγευμα

From LSJ
Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467

German (Pape)

[Seite 713] τό, das Vorhergekostete, das Essen vor der Mahlzeit, Vorkost (?).

Greek Monolingual

το, ΝΜ προγεύομαι
το πρωινό φαγητό, κολατσιό
νεοελλ.
(παλαιότερα) το μεσημεριανό φαγητό σε αντιδιαστολή προς το δείπνο
μσν.
ο χρόνος κατά τον οποίο λαμβάνεται το πρωινό φαγητό, το πρωί.