ὑπερθέω

Revision as of 10:47, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

English (LSJ)

   A run beyond, ὑ. ἄκραν double the headland, prov. of escaping from danger, A.Eu.562 (lyr.), cf. E.Fr.230 (anap.).    2 outstrip, surpass, outdo, [τινὰ] τύχη Id.Andr.195; δύναμιν Pl.Lg. 648e; transcend, τὸ καλόν Plot.6.9.11.

German (Pape)

[Seite 1196] (s., θέω), überlaufen, darüber hinauslaufen, ἄκραν Aesch. Eum. 532; – übertr., übertreffen, τύχῃ ὑπερθεῖ Eur. Andr. 194; τὴν δύναμιν ὑπερθέων καὶ κρατῶν Plat. Legg. I, 648 d.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερθέω: μέλλ. -θεύσομαι πρβλ. ὑπερτρέχω. Τρέχω πέραν τινός, ὑπ. ἄκραν, ὑπερκάμπτω τὸ ἀκρωτήριον, παροιμία ἐπὶ διαφυγῆς κινδύνου, Αἰσχύλ. Εὐμεν. 562, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 232. 2) ὑπερτερῶ, ὑπερβαίνω, ὑπερβάλλω, τινὰ τύχῃ ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 195· τὴν δύναμιν Πλάτ. Πολ. 648D.