ὑπερθέω
English (LSJ)
A run beyond, ὑ. ἄκραν double the headland, prov. of escaping from danger, A.Eu.562 (lyr.), cf. E.Fr.230 (anap.). 2 outstrip, surpass, outdo, [τινὰ] τύχη Id.Andr.195; δύναμιν Pl.Lg. 648e; transcend, τὸ καλόν Plot.6.9.11.
German (Pape)
[Seite 1196] (s., θέω), überlaufen, darüber hinauslaufen, ἄκραν Aesch. Eum. 532; – übertr., übertreffen, τύχῃ ὑπερθεῖ Eur. Andr. 194; τὴν δύναμιν ὑπερθέων καὶ κρατῶν Plat. Legg. I, 648 d.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερθέω: μέλλ. -θεύσομαι πρβλ. ὑπερτρέχω. Τρέχω πέραν τινός, ὑπ. ἄκραν, ὑπερκάμπτω τὸ ἀκρωτήριον, παροιμία ἐπὶ διαφυγῆς κινδύνου, Αἰσχύλ. Εὐμεν. 562, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 232. 2) ὑπερτερῶ, ὑπερβαίνω, ὑπερβάλλω, τινὰ τύχῃ ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 195· τὴν δύναμιν Πλάτ. Πολ. 648D.