ὑπερβάλλω

From LSJ

τὰ ἐν τῷ σώματι ἀποκρινόμενα → bodily secretions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερβᾰ́λλω Medium diacritics: ὑπερβάλλω Low diacritics: υπερβάλλω Capitals: ΥΠΕΡΒΑΛΛΩ
Transliteration A: hyperbállō Transliteration B: hyperballō Transliteration C: ypervallo Beta Code: u(perba/llw

English (LSJ)

fut. ὑπερβαλῶ, Ep.
A ὑπερβαλέω Od.11.597: Ep. aor. 2 ὑπειρέβαλον Il.23.637:—throw over a mark or throw beyond a mark, overshoot, ὑπέρβαλε σήματα πάντων Il.23.843; τόσσον παντὸς ἀγῶνος (sc. σήματα) ὑπέρβαλε ib.847; δουρὶ ὑ. Φυλῆα beat him in throwing with it, ib.637.
2 ὅτε μέλλοι ἄκρον [λόφον] ὑπερβαλέειν force the stone over the top, Od. l.c.
3 intr., run beyond, overrun the scent, of hounds, X.Cyn.6.20.
4 outstrip or pass, in racing, τινας S.El.716.
5 Med., throw a stone over one's head, SIG1071 (Olympia).
II in various metaph. senses:
1 outdo, excel, surpass, overpower, δέδοικα μὴ πρὶν πόνοις ὑπερβάλῃ με γῆρας E.Fr.453.5 (lyr.): c. gen., Pi.Fr.33; βροντῆς ὑπερβάλλοντα κτύπον A.Pr.923.
2 go beyond, exceed, μήτ' ἄρ' ὑπερβάλλων βοὸς ὁπλὴν μήτ' ἀπολείπων Hes.Op.489; ὑ. πόσιος μέτρον Thgn.479; τὴν τοῦ μετρίου φύσιν Pl.Plt. 283e; ὑπερβάλλω τὰ ἱκανά X.Hier.4.8: of time, ὑπερβάλλω ἑκατὸν ἔτεα exceed 100 years, in age, Hdt.3.23; ὑπερβάλλω τὰς τρεῖς ἡμέρας delay longer than three days Hp.VC14; ὑπερβάλλω τὸν χρόνον exceed the time, i.e. be too late, X.HG5.3.21; ὑπερβάλλω τὸν καιρόν exceed reasonable bounds, Democr.235, D.23.122: in number, intensity, etc., ἡδοναὶ ὑ. λύπας Pl.Lg.734b, cf. Prt.356b (Pass.): c. dat. modi, exceed one in... πάντας ἀνθρώπους τόλμῃ καὶ μιαρίᾳ X.HG7.3.6; ἅπαντας ἀνθρώπους ὠμότητι D.18.275: abs., ὑ. πρὸς ἀρετήν Pl.Lg.945c.
b c. gen. pro acc., ἆρα λύπῃ ὑ. τὸ ἀδικεῖν τοῦ ἀδικεῖσθαι; Id.Grg.475c, cf. Lg.734a; ὑ. τῆς συμμετρίας Arist.Pol.1284b8, cf. HA503b22.
3 abs., exceed, αἱ μέσαι ἕξεις πρὸς μὲν τὰς ἐλλείψεις ὑπερβάλλουσι compared with their defects are in excess, Id.EN1108b17; exceed all bounds, A. Pers.291, E.Ba.785, Th.7.67, Pl.Tht.180a; οὐχ ὑπερβαλών = keeping within bounds, Pi.N.7.66; μή νυν ὑπέρβαλλ', ἀλλ' ἐναισίμως φέρε E. Alc.1077: c. dat. modi, ὑ. τῇ μοχθηρίᾳ Ar.Pl.109; ἀδυναμίᾳ τοῦ δοξάσαι Pl.Tht.192c, cf. X.Mem.4.3.7; ἀνοίᾳ D.8.16.
b freq. in part. ὑπερβάλλων, ὑπερβάλλουσα, ὑπερβάλλον, exceeding, excessive, ὑπερβάλλουσα δαπάνη X.Hier.11.2; ἡδονή, ἔπαινοι, Pl.R. 402e, Phdr.240e; θεάματα ταῖς δαπάναις ὑ. Isoc.4.45, cf. Pl.Lg.899a; οἱ ὑπερβάλλοντες, opp. οἱ καταδεέστεροι, Isoc.9.13; τὰ ὑπερβάλλοντα = an over-high estate, E.Med.127 (anap.); φεύγειν τὰ ὑπερβάλλοντα ἑκατέρωσε = shun the excess / extremes in either direction, Pl.R. 619a; τὸ ὑπερβάλλον αὐτῶν = such part of them as goes beyond that, Th.2.35; οἱ ὑπερβάλλοντες [λόγοι], title of work by Thrasymachus (Fr. 7), perhaps overpowering arguments.
4 overbid or outbid at auction, ἀλλήλους Lys.22.8, POxy.1633.5 (iii A. D.); τὸ ὑπερβάλλον = the overbid, PPetr.3p.195 (iii B. C.): abs., go on further and further, in making offers, προέβαινε τοῖσι χρήμασι ὑπερβάλλων = he went on bidding more and more, Hdt.5.51; ᾔτει τοσαῦτα ὑπερβάλλων Th.8.56, cf. And.1.133:—Pass., ἕνεκα τοῦ ὑπερβεβλῆσθαι τὴν οἰκίαν POxy.513.25 (ii A. D.); v. infr. B. 1.3.
5 Adv. ὑπερβαλλόντως = exceedingly, Pl.R. 492b, Epicur. Nat.2.2, SIG685.36 (Crete, ii B. C.), Phld.Lib.p.7O., 2 Ep.Cor.11.23; written ὑπερβαλόντως in IG12(7).410.12 (Amorgos); opp. μετρίως, Isoc.1.28.
III pass over, cross mountains, rivers, and the like, πρῶνα A.Ag.307; κορυφάς Id.Pr.722; γῆς ὅρους E.Or.443; τὰς Ἄλπεις εἰς τὴν Ἰταλίαν Str.7.2.3: c. gen., θριγκοῦ τοῦδ' ὑ. ποδί E.Ion1321 (where Dobree suggested θριγκοὺς τούσδ'): metaph., surmount, τάσδ' ὑ. τύχας Id.Alc.795.
b of ships, double a headland, ὑ. Μαλέην Hdt.7.168; τὴν ἄκραν Th.8.104.
c abs., cross over, ἐς τὴν ἄνω Μακεδονίην Hdt.8.137, cf. X.An.4.6.10; πρὸς τοὺς Θρᾷκας ib. 7.5.1; κατὰ λόφους τινάς ib.6.5.7.
2 of water, run over, beat over, c. gen., ὑπερβάλλει δὲ θάλασσα ἀμφοτέρων τοίχων Thgn.673; of rivers, overflow, τὰς ἀρούρας Hdt.2.111: abs., of a kettle, boil over, Id.1.59; of the sea, ἢν δ' ὑπερβάλῃ.. πόντος E.Tr.691.
3 of the sun, to be very hot, Hdt.4.184.
4 exceed, i.e. overlap, a base, Euc.6.29; cf. ὑπερβολή IV.—Note, the case that follows is almost always the acc.; the gen. occurs in a few exceptional instances, v. supr. 11.2 b, 111.1 and 2.
B Med., with pf. Pass., = A. 11, outdo, overcome, conquer, τινα Hdt.5.124, Ar.Eq.758 (lyr.), Nu.1035; τὴν βασιλέος δύναμιν Hdt.8.24; μάχῃ ὑ. τινά E.Or.691; φίλτροις ὑ. τινά S.Tr.584, cf. Ar.Eq. 413: abs., to be conqueror, Hdt.6.9, 7.168.
2 exceed, surpass, τινα D.19.342, etc.; τοὺς ἀπ' αἰῶνος OGI542.11 (Ancyra, ii A. D.); πάντας τῷ ὕψεϊ καὶ τῷ μεγάθεϊ Hdt.2.175, cf. 110; τινὰ ἀναιδείᾳ Ar. Eq.409; θωπείαις ib.890; εἴς τι Pl.Criti.115d; ἔν τινι Str.1.1.2.
b δόσι χρημάτων ὑ. surpass all, Hdt.1.61; ἀρετῇ Id.9.71; ὑπερβαλλόμενος πλήθεϊ with overpowering numbers, Id.3.21: pf. part. Pass., ὑπερβεβλημένη γυνή an excellent, surpassing woman, E.Alc.153; φύσις ὑπερβεβλ. Pl.R. 558b; ταφῆς τῆς μὲν ὑπερβεβλ., τῆς δὲ ἐλλειπούσης Id.Lg.719d: c. gen., γόγγροι τῶν παρ' ἡμῖν ὑπερβεβλ. κατὰ τὸ μέγεθος Str.3.2.7.
3 overbid, outbid (v. supr. A. 11.4), τινὰ χρήμασιν Pl. Phdr.232c, cf. X.Cyr.5.3.32.
4 outflank, τὸ κέρας τῶν πολεμίων Ascl.Tact.10.2, cf.18.
II put off, postpone, τὴν ἀπόδοσιν Hdt.4.9; τὴν συμβολήν Id.9.45; εἰς ἄλλον καιρόν Phld.Rh.1.223S.; but ἢν ὑπερβάλωνται ἐκείνην τὴν ἡμέραν.. συμβολὴν μὴ ποιεύμενοι if they let that day pass without fighting, Hdt.9.51: abs., delay, linger, Id.3.71,76, 7.206; εἰς αὖθις ὑπερβαλέσθαι Pl.Phdr.254d, cf. Arist.Rh.Al. 1420a8, 1438b6.

German (Pape)

[Seite 1192] (s. βάλλω), ep. auch ὑπειρβάλλω, Il. 23, 637, 1) darüber hinaus, über das Ziel werfen, gew. c. acc., ὑπερέβαλε σήματα πάντων, Il. 23, 843; Od. 11, 597; Theogn. 479; selten c. gen., τόσσον παντὸς ἀγῶνος ὑπέρβαλε, Il. 23, 847, wo man σήματα ergänzen kann; mit dem acc. der Person, δουρὶ δ' ὑπειρέβαλεν Φυλῆα, er übertraf den Phyleus im Werfen mit dem Speer, 23, 637; absol., vom Kessel, überschäumen, Her. 1, 59; τὸν χρόνον, über die Zeit hinaus, d. i. längere Zeit verweilen, Xen. Hell. 5, 3, 21; vgl. τὸν καιρὸν ὑπερβάλλοντες, Dem. 23, 122. – Dah. übertr., über treffen, den Vorzug haben, τινά, Hes. O. 491; Her. 5, 124. 6, 9. 13. 7, 163; ὑπερβάλλει γὰρ ἥδε συμφορὰ τὸ μήτε λέξαι μήτ' ἐρωτῆσαι πάθη, Aesch. Pers. 283; Soph. El. 707; τιμῇ ἀλλήλους, einander beim Kauf überbieten, Lys. 22, 6; τὸ τὴν μετρίου φύσιν ὑπερβάλλον, Plat. Polit. 283 e; auch das Maaß überschreiten, übertreiben, Etwas größer darstellen, als es ist, Her. 5, 51; ᾔτει γὰρ τοσαῦτα ὑπερβάλλων ὁ Ἀλκιβιάδης, Thuc. 8, 56, vgl. 81; τινί, das Maaß worin überschreiten, Dem. 8, 16 u. A.; u. absolut, übermäßig groß werden, sich auszeichnen, τοὺς τὰς ἀρετὰς ὑπερβεβληκότας, Isocr. 4, 82; bes. partic. praes. ὑπερβάλλων, übermäßig, außerordentlich, im guten Sinne, ausgezeichnet, im bösen, fehlen; δέρκομαι λαμπρὸν οὐχ ὑπερβαλών, Pind. N. 7, 66, da ich nicht über das Maaß hinausgegangen bin, nicht gefehlt habe; ὑπερβαλλούσας εὐδαιμονίας, Eur. Ion 472; ἡδονῇ ὑπερβαλλούσῃ, Plat. Rep. III, 452 e, u. öfter; ὑπερβάλλουσα ὁρμή u. ä., Pol. 1, 45, 3 u. öfter, u. a. Sp. – Von Flüssen, übertreten, überschwemmen, ἀρούρας, Her. 2, 111. – 2) vom Orte, darüberhinausgehen, darüber weggehen, übersteigen; κορυφάς, Aesch. Prom. 724; τείχη, Eur. Rhes. 989; γῆς ὅρους, Or. 443; Sp., τὰς Ἄλπεις, Pol. 2, 23, 5, u. sonst; von Seefahrern, darüber hinausfahren, darüber hinausgelangen, Μαλέην, Her. 7, 168, vgl. 8, 24. 140. 9, 21; πρῶνα, Aesch. Ag. 298; ἄκραν, Thuc. 7, 104. – Auch überfallen, τινά, Plut. μή με ὑπερβάλῃ γῆρας, Aemil. Paull. 12. – Med. a) übertreffen, überwinden, τινά, u. absolut, den Vorrang haben, sich auszeichnen, Ar. Nubb. 1018 u. öfter; Her. 1, 61. 9, 71; das, worin man Andere übertrifft od. sich auszeichnet, steht im dat., ἀναιδείᾳ, Ar. Equ. 407; θωπείαις, 887; Her. 1, 61. 2, 175. 9, 71; φίλτροις ἐάν πως τήνδ' ὑπερβαλώμεθα τὴν παῖδα, Soph. Trach. 581; μάχῃ τινά, Eur. Or. 690; u. in Prosa: ὑπερεβάλλετο εἰς δύναμιν ἀεὶ τὸν ἔμπροσθεν, Plat. Critia. 115 c; ὅπως μάλιστα ὑπερβαλεῖσθε καὶ ἡμᾶς καὶ τοὺς πρόσθεν εὐκλείᾳ, Menex. 247 a; ὑπερβάλλεσθαι πλήθει τινά, Xen. Cyr. 2, 1, 8; ὑπερβεβλημένη γυνή, ein ausgezeichnetes Weib, Eur. Alc. 151, wie εἰ μή τις ὑπερβεβλημένην φύσιν ἔχοι Plat. Rep. VIII, 558 b; οὔσης ταφῆς τῆς μὲν ὑπερβεβλημένης, τῆς δὲ ἐλλειπούσης, Legg. IV, 719 d; ὑπερβαλούμενός τινα, Isocr. 3, 1 1; Sp. – b) verschieben, verzögern, τί, Her. 9, 45; auch mit dem part., säumen, versäumen, 9, 51; absolut, 3, 76. 7, 206; δεομένων εἰς αὖθις ὑπερβαλέσθαι, Plat. Phaedr. 254 d; Sp.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπερβαλῶ, ao.2 ὑπερέβαλον, etc.
I. lancer par-dessus ou au delà, dépasser le but, d'ord. avec acc., rar. avec le gén. : ὑπ. ἄκρον (λόφον) IL, OD lancer par-dessus le sommet de la colline ; ἀγῶνος ὑπ. IL lancer par-dessus tout l'espace réservé aux jeux ; ὑπ. Φυλῆα δουρί IL atteindre avec la lance bien au delà de Phylès, càd le surpasser;
II. intr. passer par-dessus, d'où
1 avec acc. : dépasser, devancer, prévenir;
2 déborder : ὑπ. τὰς ἀρούρας HDT inonder les campagnes;
3 franchir une hauteur : ὑπ. κορυφάς ESCHL franchir des sommets ; t. de mar. franchir ou doubler un promontoire, acc.;
4 enchérir sur, faire une surenchère : ὑπ. ἀλλήλους HDT enchérir les uns sur les autres;
5 dépasser la mesure ; abs. faire des réclamations exagérées ; fig. μὴ γλῶσσ' ὑπερβάλῃ κακοῖς EUR que ta langue ne dépasse pas la mesure dans la souffrance;
6 avec acc. : surpasser : τὰς ἄλλων ἀρετάς ISOCR les vertus des autres ; τινα τόλμῃ τε καὶ μιαρίᾳ XÉN qqn en audace et en perversité ; ὑπ. ἀνοίᾳ DÉM être insensé outre mesure ; ὑπ. αἴσχει XÉN être extrêmement laid ; part. ὑπερβάλλων, ουσα, ον excessif, extraordinaire, surabondant : βροντῆς ὑπερβάλλων κτύπος ESCHL bruit excessif du tonnerre ; ὑπερβάλλων ἥλιος HDT soleil extrêmement chaud ; τὰ ὑπερβάλλοντα EUR puissance par trop grande ; avec un acc. de temps dépasser : ἔτεα ἑκατόν HDT vivre plus de cent ans ; ὑπ. τὸν χρόνον XÉN dépasser le temps;
Moy. ὑπερβάλλομαι;
1 exagérer, amplifier;
2 enchérir sur : τοὺς εὐεργετοῦντας ἀγαθοῖς XÉN surpasser en bienfaits ceux qui ont rendu service;
3 l'emporter sur : τινα φίλτροις SOPH sur qqn grâce à des sortilèges ; τινα τῷ τε ὕψει καὶ τῷ μεγάθει HDT l'emporter sur qqn par la taille et par la grandeur ; part. ὑπερβεβλημένος, η, ον supérieur, éminent, distingué, excellent.
Étymologie: ὑπέρ, βάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερβάλλω: эп.-ион. тж. ὑπειρβάλλω, ион. ὑπερβαλέω тж. med.
1 перекидывать дальше: ὑ. τι Hom. перебрасывать (копье) через что-л.; δουρὶ ὑπερβαλεῖν τινα Hom. победить кого-л. в копьеметании;
2 выбегать дальше, забегать вперед (οἱ κύνες ὑπερβάλλουσι Xen.);
3 опережать, перегонять: ὑπερβαλεῖν φρυάγμαθ᾽ ἱππικά Soph. промчаться мимо храпящих коней (соперника); ὑ. τοῖς χρήμασι Her. предлагать все большую цену; ὑ. ἀλλήλους Lys. наперебой набавлять цену (на торгах);
4 переходить, пересекать (γῆς ὅρους Eur.; τὰς Ἄλπεις Plut.);
5 обходить, миновать (τὴν ἄκραν Thuc.);
6 переходить, вступать, проникать (ἐς τὴν Μακεδονίην Her.): ὑ. κατὰ λόφους ἐκ τοῦ ἐναντίου Xen. занимать обратные скаты холмов;
7 литься через край, разливаться: οἱ λέβητες ἔζεσαν καὶ ὑπερέβαλον Her. котлы закипели, и (вода) полилась через край; ἢν ὑπερβάλῃ πόντος Eur. когда разбушуется море;
8 наводнять, затоплять (ὁ ποταμὸς ὑπερέβαλε τὰς ἀρούρας Her.);
9 выходить за пределы, переходить меру: δέδοικα μή σου γλῶσσ᾽ ὑπερβάλῃ κακοῖς Eur. боюсь, не сказал бы с горя твой язык лишнего; ὑ. τῇ μοχθηρίᾳ Plut. не знать меры в своей порочности; ὑπερβαλλόντων τῶν κακῶν Thuc. ввиду множества бедствий; ὑ. τῇ φιλοτιμίᾳ τὸν καιρόν Plut. быть безрассудно честолюбивым; ὁ ἥλιος ὑπερβάλλων Her. беспощадно палящее солнце;
10 преобладать, перевешивать (ὑπερβάλλουσι ἡδοναὶ λύπας ἐν ὑγείᾳ Plat.): ὑ. πρός τι Arst. преобладать (численно) над чем-л. (ср. 13);
11 тж. med. превосходить, превышать: ὑ. τινά τινι Xen., Plat.; превосходить кого-л. чем-л. (в чем-л.); μήθ᾽ ὑ. μητ᾽ ἀπολείπειν Hes. не быть ни выше, ни ниже; τὸ τὴν τοῦ μετρίου φύσιν ὑπερβάλλον καὶ ὑπερβαλλόμενον ὑπ᾽ αὐτῆς Plat. превышение естественной нормы и превышаемое ею, т. е. отклонения от нормы в ту и другую сторону; τὰ ὑπερβάλλοντα τὰ ἱκανά Xen. излишества; ὑπερβαλεῖν τὸν χρόνον Xen. просрочить время; ἔτεα εἴκοσι καὶ ἐκατὸν ὑ. Her. жить дольше 120 лет; πλήθεϊ ὑπερβαλλόμενος Her. обладая численным превосходством;
12 med. одолевать, осиливать (τινα Her.; μάχῃ ὑπερβαλεῖν τινα Eur.);
13 выдаваться, отличаться: ὑ. τινί Xen., Dem. или εἴς и πρός τι Plat., редко τινός Plat., Arst.; отличаться чем-л.; Ἑλλήνων ὑπερεβάλοντο ἀρετῇ Λακεδαιμόνιοι Her. среди греков отличались (своей) храбростью лакедемоняне;
14 med. откладывать, медлить: ὑπερβάλλεσθαί τι Her. откладывать что-л., медлить с чем-л.; ἢν ὑπερβάλωνται κείνην τὴν ἡμέραν συμβολὴν μὴ ποιεύμενοι Her. если (персы) проведут этот день без сражения; εἰσαῦθις ὑπερβαλέσθαι Plat. отложить до другого раза - см. тж. ὑπερβάλλων.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερβάλλω: μέλλ. -βαλῶ, Ἰωνικ. -βαλέω· Ἐπικ. ἀόρ. β΄ ὑπειρέβαλον Ἰλ. Ψ. 637. Ρίπτω ἄνωθενπέραν σημείου τινὸς ἢ σκοποῦ, ὑπερακοντίζω, ὑπέρβαλε σήματα πάντων Ἰλ. Ψ. 843· τόσσον παντὸς ἀγῶνος (ἐξυπακ. σήματα) ὑπέρβαλε αὐτόθι 847· δουρὶ ὑπ. Φυλῆα, ἐνίκησεν αὐτὸν εἰς τὴν βολὴν τοῦ δόρατος, αὐτόθι 637. 2) ὅτε μέλλοι ἄκρον [λόφον] ὑπερβαλέειν, νὰ κυλίσῃ τὸν λίθον ὑπεράνω τῆς κορυφῆς, Ὀδ. Λ. 597. 3) ἀμεταβ., τρέχω περαιτέρω. παρατρέχω, παραβλέπω τὰ ἴχνη, ἐπὶ κυνῶν θηρευτικῶν, Ξεν. Κυν. 6, 20. 4) ὑπερβαίνω, ὑπερτερῶ, νικῶ ἐν τῇ σταδιοδρομίᾳ, τινὰς Σοφ. Ἠλ. 716. ΙΙ. ἐπὶ πολλῶν μεταφορικῶν σημασιῶν· 1) ὑπερακοντίζω, ὑπερβαίνω, ὑπερτερῶ, «περνῶ», ὑπερισχύω, νικῶ, καταβάλλω, δέδοικα μὴ πρὶν πόνοις ὑπερβάλῃ με γῆρας Εὐρ. Ἀποσπ. 462. 5· μετὰ γεν., Πινδ. Ἀποσπ. 133· βροντῆς ὑπερβάλλοντο κτύπον Αἰσχύλ. Προμ. 923, ἔνθα ἴδε Herm. (927)· - ὑπ. τινά τινι, ὑπερβαίνω τινὰ εἴς τι πρᾶγμα, Εὐρ. Ἱππόλ. 924, Ἀριστοφ. Πλ. 109· ἔν τινι Πλάτ. Νόμ. 734Β· ἴδε κατωτ. Β, καὶ πρβλ. ὑπερακοντίζω. 2) ὑπερβαίνω, ὑπερέχω, μήτ’ ἄρ’ ὑπερβάλλων βοὸς ὁπλὴν μήτ’ ἀπολείπων Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 491· ὑπ. πόσιος μέτρον Θέογν. 479· τὴν τοῦ μετρίου φύσιν Πλάτ. Πολιτικ. 283Ε· ὑπ. τὰ ἱκανὰ Ξεν. Ἱέρων 4, 8· - ἐπὶ χρόνου, ἔτεα μὲν ἐς ἐείκοσι καὶ ἑκατὸν τοὺς πολλοὺς αὐτῶν ἀπικνέεσθαι, ὑπερβάλλειν δέ τινας καὶ ταῦτα Ἡρόδ. 3. 23· ὑπ. τὰς τρεῖς ἡμέρας, βραδύνω πλέον ἤ..., Ἱππ. Κωακ. Προγν. 907· ὑπ. τὸν χρόνον, δηλ. εἶμαι πολὺ ἀργά, πολὺ βραδύνω, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 21· ὑπ. τὸν καιρόν, ὑπερβαίνω πᾶν εὔλογον ὅριον, Δημ. 660 ἐν τέλ. - ἐπὶ ἀριθμοῦ, ἠδοναὶ ὑπ. λύπας Πλάτ. Νόμ. 731Β, πρβλ. Πρωτ. 356Β· - μετὰ δοτ. τρόπου ἢ τοῦ κατὰ τί, τόλμῃ καὶ μιαρίᾳ Ξεν. Ἑλλ. 7. 3, 6· ὠμότητι Δημ. 317. 25· οὕτω, ὑπ. πρὸς ἀρετὴν Πλάτ. Νόμ. 945C. β) μετὰ γεν. ἀντὶ αἰτ., ἆρα λύπῃ ὑπ. τὸ ἀδικεῖν τοῦ ἀδικεῖσθαι; ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 475Β, πρβλ. Νόμ. 731Α· ὑπ. τῆς συμμετρίας Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 13, 21, πρβλ. π. Ζ. Ἱστ. 2. 11, 10. 3) ἀπολ., ὑπερβαίνω πᾶν ὅριον, εἶμαι ὑπερβολικός, Αἰσχύλ. Πέρσ. 291, Εὐρ. Βάκχ. 785, Ἄλκ. 1077, Θουκ. 7. 67, Πλάτ. Θεαίτ. 180Α· οὐχ ὑπερβαλών, μὴ ὑπερβὰς τὰ ὅρια, Πινδ. Ν. 7. 97· αἱ μέσαι ἕξεις πρὸς μὲν τὰς ἐλλείψεις ὑπερβάλλουσι, παραβαλλόμεναι πρὸς τὰς ἐλλείψεις φαίνονται ὑπερβολαί, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 2. 8, 2· μετὰ δοτ. τρόπου, ὑπ. τῇ μοχθηρίᾳ Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 109· τῇ ἀδυναμίᾳ τοῦ δοξάσαι Πλάτ. Θεαίτ. 192C, πρβλ. Ξενοφ. Ἀπομν. 4. 3, 7· ἀνοίᾳ Δημ. 93. 24. β) συχν. ἐν τῇ μετοχ. ὑπερβάλλων, ουσα, ον, ὑπερέχων, ὑπερβολικός, βροντῆς ὑπ. κτύπος Αἰσχύλ. Προμ. 923· ὑπ. δαπάνη Ξενοφ. Ἱέρων 11, 2· ἡδονή, ἔπαινοι Πλάτ. Πολ. 402Ε, Φαῖδρ. 240Ε· θεάματα ταῖς δαπάναις ὑπ. Ἰσοκρ. 49D, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 899Α· - οἱ ὑπερβάλλοντες, ἀντίθετον τῷ οἱ καταδεέστεροι, Ἰσοκρ. 191D· τὰ ὑπερβάλλοντα, ἡ ὑπερβαλλόντως ὑψηλὴ κατάστασις, Εὐρ. Μήδ. 127· τὰ ὑπ. ἑκατέρωσε, τὰ ἔσχατα, τὰ ἄκρα, Πλάτ. Πολ. 619Α· τῷ δ’ ὑπερβάλλοντι αὑτῶν, «τῶν ἐπαίνων δηλονότι» (Σχόλ.), Θουκ. 2. 35. 4) προσφέρω ἀνωτέραν τιμήν, τούτων ὑπερβαλλόντων ἀλλήλους Λυσί. 165. 1· - προέβαινε τοῖσι χρήμασι ὑπερβάλλων, προέβαινε προσφέρων περισσότερα χρήματα, Ἡρόδ. 5. 51· ᾔτει τοσαῦτα ὑπερβάλλων Θουκ. 8. 56, πρβλ. Ἀνδοκ. 17. 26· ἴδε Β. Ι. 3. 5) Ἐπίρρ., -λόντως, καθ’ ὑπερβολήν, Πλάτ. Πολ. 492Β, κ. ἀλλ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μετρίως, Ἰσοκρ. 8Β. ΙΙΙ. βαίνω ὑπεράνω, διαβαίνω, περῶ ὄρη, ποταμοὺς καὶ τὰ τοιαῦτα, Λατιν. trajicere, πρῶνα Αἰσχύλ. Ἀγ. 307· κορυφὰς ὁ αὐτ. ἐν Προμ. 722· γῆς ὄρους Εὐρ. Ὀρ. 443· τὰς Ἄλπεις εἰς τὴν Ἰταλίαν Στράβ. 294· μετὰ γεν., θριγκοῦ τοῦδ’ ὑπ. ποδὶ Εὐρ. Ἴων 1321 (ἔνθα ὁ Dobree προὔτεινε θριγκοὺς τούσδ’). β) ἐπὶ πλοίων, ὑπερκάμπτω, περικάμπτω ἀκρωτήριον, ὑπ. Μαλέην Ἡρόδ. 7. 168· τὴν ἄκραν Θουκ. 8. 104. γ) ἀπολ., διέρχομαι, διαβαίνω, ἐς τὴν ἄνω Μακεδονίην Ἡρόδ. 8. 137, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 4. 6, 10· πρὸς τοὺς Θρᾷκας αὐτόθι 7. 5, 1· κατὰ λόφους τινὰς αὐτόθι 6. 5, 7. 2) ἐπὶ ὕδατος, ὑψοῦμαι καὶ χύνομαι ἄνωθεν, μετὰ γεν., ὑπερβάλλει δὲ θάλασσα ἀμφοτέρων τοίχων Θέογν. 873Β, ἐπὶ τῶν κυμάτων τῆς θαλάσσης εἰσορμώντων εἰς πλοῖον ὑπεράνω τῶν τοίχων αὐτοῦ· - ἐπὶ ποταμοῦ, πλημμυρῶ, καλύπτω διὰ τῶν ὑδάτων μου, ὡς ὑπερέβαλε τὰς ἀρούρας Ἡρόδ. 2. 111· ἀπολ., ἐπὶ λέβητος, «λέβητες... κρεῶν ἐόντες ἔμπλεοι καὶ ὕδατος, ἄνευ πυρὸς ἔζεσαν καὶ ὑπερέβαλον», καὶ ἐξεχείλισαν, ὁ αὐτ. 1. 59· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἥν δ’ ὑπερβάλῃ... πόντος Εὐρ. Τρῳάδ. 686. 3) ἐπὶ τοῦ ἡλίου εὑρισκομένου εἰς τὸ ὕψιστον σημεῖον ἢ εἰς τὴν μεγίστην αὐτοῦ θερμότητα, Ἡρόδ. 4. 184. - Σημειωτέον ὅτι ἡ συντακτικὴ πτῶσις εἶναι σχεδὸν ἀείποτε ἡ αἰτ.· ἡ δὲ γεν. ἀπαντᾷ μόνον εἰς ἐξαιρετικάς τινας περιστάσεις, ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 2. β, ΙΙΙ. 1 καὶ 2. Β. Μέσ., μετὰ παθ. πρκμ., = Α. ΙΙ, ὑπερβαίνω, ὑπερτερῶ, νικῶ, τινα Ἡρόδ. 5. 124., 8. 24, Ἀριστοφ. Ἱππ. 758, Νεφ. 1035 ὑπ. τινα μάχῃ Εὐρ. Ὀρ. 691· φίλτροις ὑπ. τινα Σοφ. Τραχ. 584, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 414· - ἀπολ., εἶμαι νικητής, νικῶ, Ἡρόδ. 6. 9., 7. 168. 3) ὑπερέχω, εἶμαι ἀνώτερος, «περνῶ», τινα Δημ. 451. 2, κλπ.· πάντας τῷ ὕψεϊ, τῷ μεγάθεϊ Ἡρόδ. 2. 175, πρβλ. 110 τινὰ ἀναιδείᾳ Ἀριστοφ. Ἱππ. 409· θωπείαις αὐτόθι 890· εἴς τι Πλάτ. Κριτί. 115D· ἔν τινι Στράβ. 2. β) ἀπολ., ὑπερέχω, δόσι χρημάτων Ἡρόδ. 1. 61· ἀρετῇ 9. 71· ὑπερβαλλόμενος πλήθεϊ, ὑπερτερῶν κατὰ τὸ πλῆθος, ὁ αὐτ. 3. 21· - ἐν τῇ μετοχῇ τοῦ παθ. πρκμ., ὑπερβεβλημένη γυνή, λαμπρά, ἔξοχος γυνή, Εὐρ. Ἄλκ. 153· φύσις ὑπερβεβλ. Πλάτ. Πολ. 558Β· ταφῆς τῆς μὲν ὑπερβεβλ., τῆς δὲ ἐλλειπούσης ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 719D· καὶ μετὰ γεν., γόγγροι τῶν παρ’ ἡμῖν ὑπερβεβλ. κατὰ τὸ μέγεθος Στράβ. 145. 3) προσφέρω τιμὴν ἀνωτέραν, (ἀνωτ. Α. ΙΙ. 4), τινὰ χρήμασιν Πλάτ. Φαῖδρ. 232C, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 5. 3, 32. ΙΙ. ἀναβάλλω, τὴν ἀπόδοσιν Ἡρόδ. 4. 9· τὴν συμβολὴν ὁ αὐτ. 9. 45· - ἀλλά, ἢν ὑπερβάλωνται κείνην τὴν ἡμέραν... συμβολὴν μὴ ποιούμενοι, ἂν ἤθελον ὑπερβῇ τὴν ἡμέραν ἐκείνην χωρὶς νὰ συγκροτήσωσι μάχην, αὐτόθι 51· ἀπολ., βραδύνω, μένω ὀπίσω, ἀργοπορῶ, ὁ αὐτ. 3. 71, 76., 7. 206, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 811· εἰσαῦθις ὑπερβαλέσθαι Πλάτ. Φαῖδρ. 254D, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 1, 1., 31, 8. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπερβάλλει· ὑπερνικᾷ. ὑπερτίθεται. παραβαίνει ἢ ἐπαναφέρει εἰς συμβουλίαν», καὶ κατὰ Σουΐδ.: «ὑπερβάλλοι, ὑπερδράμοι».

English (Autenrieth)

aor. 2 ὑπειρέβαλον, ὑπέρβαλε: cast beyond; σήματα, ‘beyond the marks,’ Il. 23.843; ἄκρον, ‘over the crest of the hill,’ Od. 11.597; rarely w. gen., Il. 23.847. Fig., excel, τινὰ δουρί, in throwing the spear, Il. 23.637.

English (Slater)

ὑπερβάλλω
   a abs., overstep the mark ἐν δὲ δαμόταις ὄμματι δέρκομαι λαμπρόν, οὐχ ὑπερβᾰλών (N. 7.66)
   b surpass c. gen. ἄνακτα τὸν πάντων ὑπερβάλλοντα Χρόνον μακάρων fr. 33.

Spanish

sobrepasar

English (Strong)

from ὑπέρ and βάλλω; to throw beyod the usual mark, i.e. (figuratively) to surpass (only active participle supereminent): exceeding, excel, pass.

English (Thayer)

from Homer down;
1. transitive, to surpass in throwing; to throw over or beyond anything.
2. intransitive, to transcend, surpass, exceed, excel; participle ὑπερβαλλων, excelling, exceeding; Vulg. (in supereminens; (Aeschylus, Herodotus, Euripides, Isocrates, Xenophon, Plato, others): Aeschylus Prom. 923; Plato, Gorgias, p. 475b.; cf. Matthiae, § 358,2), ἡ ὑπερβαλλουσα τῆς γνώσεως ἀγάπη Χρσιτου, the love of Christ which passeth knowledge, Winer's Grammar, 346 (324) note).

Greek Monolingual

ὑπερβάλλω ΝΜΑ βάλλω
1. υπερβαίνω, υπερέχω, είμαι ανώτερος από κάποιον, ξεπερνώ κάποιον (α. «υπερβάλλει τους συναδέλφους του σε αποδοτικότητα» β. «μήτ' ἄρ' ὑπερβάλλων βοὸς ὁπλὴν μήτ' ἀπολείπων», Ησίοδ.)
2. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) υπερβάλλων, -ουσα, -ον
υπερβολικός, υπέρμετρος (α. «επιδεικνύει υπερβάλλοντα ζήλο» β. «βροντῆς ὑπερβάλλων κτύπος», Αισχύλ.)
νεοελλ.
1. εμφανίζω κάτι με υπερβολή, μεγαλοποιώ, τά παραλέω («δεν σέ πιστεύω γιατί εσύ πάντοτε υπερβάλλεις»)
2. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το υπερβάλλον
το πλεόνασμα
3. φρ. α) «υπερβάλλον τέλος» — τέλος μεγαλύτερο από το κανονικό ή από το νόμιμο
β) «υπερέβαλε τον εαυτό του» ή «υπερέβαλε εαυτόν» — έκανε κάτι καλύτερο ή χειρότερο απ' ό,τι θα περίμενε κανείς
αρχ.
1. ρίχνω βολή πέρα από κάποιο σημείο, ξεπερνώ ένα σημάδι (α. «ὑπέρβαλε σήματα πάντων», Ομ. Ιλ.
β. «δουρὶ δ' ὑπειρέβαλον Φυλῆα», Ομ. Ιλ.)
2. τρέχω πιο μπροστά από κάποιον, τον ξεπερνώ («ἐὰν δὲ μὴ πρὸς αὐτοῖς ὦσι τοῖς ἴχνεσιν, ἀλλ' ὑπερβάλλωσι», Ξεν.)
3. υπερισχύω, καταβάλλωδέδοικα μὴ πόνοις ὑπερβάλη με γῆρας», Ευρ.)
4. ξεπερνώ κάποιο χρονικό σημείο («ἔτεα μὲν ἐς ἐείκοσι καὶ ἑκατὸν τοὺς πολλοὺς αὐτῶν ἀπικνέεσθαι, ὑπερβάλλειν δὲ τινας καὶ ταῦτα», Ηρόδ.)
5. προσφέρω ανώτερη, καλύτερη τιμή («προέβαινε τοῖσι χρήμασι ὑπερβάλλων», Ηρόδ.)
6. διέρχομαι, διαβαίνω («Σαρωνικοῦ πορθμοῦ κάτοπτον πρῶν' ὑπερβάλλειν πρόσω φλέγουσαν», Αισχύλ.)
7. (για πλοίο) περνώ, υπερκάμπτω, παρακάμπτω («ὑπὸ δὲ ἐτησιέων ἀνέμων ὑπερβαλέειν Μαλέην οὐχ οἷοί τε γενέσθαι», Ηρόδ.)
8. (για νερό ποταμού ή δοχείου) υψώνομαι και χύνομαι, ξεχειλίζω (α. «ὑπερβάλλει δὲ θάλασσα ἀμφοτέρων τοίχων», Θέογν
β. «λέβητες... ἔζεσαν καὶ ὑπερέβαλον», Ηρόδ.)
9. (για τον ήλιο) βρίσκομαι στο υψηλότερο σημείο του ουρανού, έχω τη μεγαλύτερη θερμότητα
10. αναβάλλω
11. αργοπορώ, καθυστερώ
12. (κατά τον Ησύχ.) «παραβαίνωἐπαναφέρω εἰς συμβουλίαν»
13. μέσ. ὑπερβάλλομαι
αναδεικνύομαι νικητής
14. (η μτχ. ουδ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ ὑπερβάλλοντα
η υπερβολή, η έλλειψη μέτρου
15. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ὑπερβεβλημένος, -η, -ον
έξοχος, λαμπρός («ὑπερβεβλημένη γυνή», Ευρ.)
16. φρ. α) «ὑπερβάλλω τὰς τρεῖς ἡμέρας» — καθυστερώ περισσότερο από τρεις μέρες (Ιπποκρ.)
β) «ὑπερβάλλω τὸν χρόνον» — έχω καθυστερήσει (Ξεν.).

Greek Monotonic

ὑπερβάλλω: μέλ. -βαλῶ, Ιων. -βαλέω· Επικ. αόρ. βʹ ὑπειρέβαλον,
I. 1. ρίχνω επάνω σε ή πέρα από ένα σημείο, υπερακοντίζω, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.
2. ὅτε μέλλοι ἄκρον (λόφον) ὑπερβαλέειν, ακριβώς όταν, ενώ ήταν έτοιμος να σπρώξει τον λίθο υπεράνω της κορυφής, σε Ομήρ. Οδ.
3. αμτβ., τρέχω πιο πέρα, παρατρέχω, παραβλέπω τα ίχνη, λέγεται για κυνηγόσκυλα, λαγωνικά, σε Ξεν.
4. ξεπερνώ ή νικώ, τινάς, σε Σοφ.
II. μεταφ.:
1. υπερακοντίζω, υπερτερώ, ξεπερνώ, υπερέχω, προηγούμαι, υπερισχύω, επικρατώ, κυριαρχώ, υπερνικώ, με γεν., βροντῆς ὑπερβάλλοντα κτύπον, σε Αισχύλ.· επίσης με αιτ., ὑπερβάλλω τινά τινι, ξεπερνώ κάποιον σε κάτι, σε Ευρ.
2. υπερβαίνω, υπερέχω, με αιτ., σε Ησίοδ. κ.λπ.· ὑπερβάλλω ἑκατὸν ἔτεα, ξεπερνώ τα εκατό χρόνια σε ηλικία, σε Ηρόδ.· ὑπερβάλλω τὸν χρόνον, δηλ. αργώ πολύ, σε Ξεν.· επίσης με γεν., σε Πλάτ.
3. απόλ., υπερβαίνω κάθε όριο, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· οὐχ ὑπερβαλών, αυτός που διατηρείται εντός ορίων, σε Πίνδ.· είμαι υπερβολικός, δεν έχω μέτρο, σε Αριστ.· συχνά σε μτχ., ὑπερβάλλων, -ουσα, -ον, υπερβολικός, υπέρμετρος, αλόγιστος, σε Αισχύλ., Πλάτ.· τὰ ὑπερβάλλοντα, μια υπερβολικά υψηλή κοινωνική θέση, κτηματική περιουσία, κατάσταση, σε Ευρ.· τὸ ὑπερβάλλον αὐτῶν, το έξοχο, εξαίσιο μέρος τους, σε Θουκ.
4. προχωρώ μπροστά όλο και περισσότερο, προέβαινε ὑπερβάλλων, εξακολούθησε να προσφέρει περισσότερα χρήματα, σε Ηρόδ.· ᾔτει τοσαῦτα ὑπερβάλλων, σε Θουκ.
III. 1. περνώ πάνω από, διασχίζω βουνά, ποτάμια κ.λπ.· με αιτ., σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης με γεν., σε Ευρ.· λέγεται για πλοία, παρακάμπτω το ακρωτήρι, τον κάβο, με αιτ., σε Ηρόδ., Θουκ.· απόλ., διασχίζω, σε Ηρόδ., Ξεν.
2. λέγεται για νερό, χύνομαι, υπερχειλίζω, ξεχειλίζω, με αιτ., σε Ηρόδ.
3. λέγεται για τον Ήλιο, που βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο ή στη μέγιστη θερμοκρασία, στον ίδ. Β. I. Μέσ., με Παθ. παρακ., =
Α. II. 1., ξεπερνώ, υπερνικώ, κατακτώ, τινα, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· απόλ., είμαι νικητής, πορθητής, νικώ, σε Ηρόδ.
2. υπερέχω, υπερισχύω, επικρατώ, κυριαρχώ, υπερνικώ, τινα, στον ίδ., σε Αριστοφ. κ.λπ.· απόλ., υπερέχω, σε Ηρόδ.· μτχ. Παθ. παρακ. ὑπερβεβλημένη γυνή, εξαίρετη, λαμπρή γυναίκα, σε Ευρ.
3. πλειοδοτώ, προσφέρω ανώτερη τιμή, τινα, σε Ξεν.
II. αναβάλλω, σε Ηρόδ.· αλλά, ἢν ὑπερβάλωνται ἐκείνην τὴν ἡμέραν συμβολὴν μὴ ποιεύμενοι, εάν ήθελαν να αφήσουν εκείνη τη μέρα να περάσει χωρίς συμπλοκή, μάχη, στον ίδ.· απόλ., καθυστερώ, αργοπορώ, χρονοτριβώ, στον ίδ., σε Πλάτ.

Middle Liddell

fut. -βαλῶ ionic -βαλέω epic aor2 ὑπειρέβαλον
I. to throw over or beyond a mark, to overshoot, c. acc., Il.
2. ὅτε μέλλοι ἄκρον [λόφον] ὑπερβαλέειν when he was just about to force the stone over the top, Od.
3. intr. to run beyond, overrun the scent, of hounds, Xen.
4. to outstrip or pass, τινάς Soph.
II. metaph.:
1. to overshoot, outdo, surpass, prevail over, c. gen., βροντῆς ὑπερβάλλοντα κτύπον Aesch.; also c. acc., ὑπ. τινά τινι to outdo one in a thing, Eur.
2. to go beyond, exceed, c. acc., Hes., etc.; ὑπ. ἑκατὸν ἔτεα to exceed 100 years, in age, Hdt.; ὑπ. τὸν χρόνον, i. e. be too late, Xen.:—also c. gen., Plat.
3. absol. to exceed all bounds, Aesch., Eur., etc.; οὐχ ὑπερβαλών keeping within bounds, Pind.: to be in excess, Arist.:—often in part., ὑπερβάλλων, ουσα, ον, exceeding, excessive, Aesch., Plat.; τὰ ὑπερβάλλοντα an over-high estate, Eur.; τὸ ὑπ. αὐτῶν such part of them as is extraordinary, Thuc.
4. to go on further and further, προέβαινε ὑπερβάλλων he went on bidding more and more, Hdt.; ᾔτει τοσαῦτα ὑπερβάλλων Thuc.
III. to pass over, cross mountains, rivers, etc., c. acc., Aesch., Eur.; also c. gen., Eur.:—of ships, to double a headland, c. acc., Hdt., Thuc.:—absol. to cross over, Hdt., Xen.
2. of water, to run over, overflow, c. acc., Hdt.
3. of the Sun, to be at its height or its utmost heat, Hdt.
B. Mid., with perf. pass., = A. II, to outdo, overcome, conquer, τινα Hdt., Soph., etc.:—absol. to be conqueror, to conquer, Hdt.
2. to exceed, surpass, τινα Hdt., Ar., etc.:—absol. to exceed, Hdt.:—perf. pass. part., ὑπερβεβλημένη γυνή an excellent, surpassing woman, Eur.
3. to overbid, outbid, τινα Xen.
II. to put off, postpone, Hdt.;—but, ἢν ὑπερβάλωνται κείνην τὴν ἡμέραν συμβολὴν μὴ ποιεύμενοι if they let that day pass without fighting, Hdt.:— absol. to delay, linger, Hdt., Plat.

Chinese

原文音譯:Øperb£llw 虛胚而-巴羅
詞類次數:動詞(5)
原文字根:在上面-投
字義溯源:投出超過正常的標準,超越,浩,極大,越過,優於;由(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上,過於)與(βάλλω / ἀμφιβάλλω)*=投,擲)組成
出現次數:總共(5);林後(2);弗(3)
譯字彙編
1) 極大的(2) 林後3:10; 林後9:14;
2) 超越(1) 弗3:19;
3) 浩(1) 弗1:19;
4) 超越的(1) 弗2:7

Léxico de magia

sobrepasar como acción de la divinidad suprema θεὲ μέγιστε, ὅς ὑπερβάλλεις τὴν πᾶσαν δύναμιν, ἐπικαλοῦμαί σε dios supremo, que sobrepasas todo poder, te invoco a ti P XII 284

Lexicon Thucydideum

excedere, to depart from, 8.104.5,
Neutr. neuter 2.35.2, 6.23.1, 7.67.4, 8.56.4, 8.81.2.

Translations

Arabic: عَلَا‎, تَخَطَّى‎, تَجَاوَزَ‎, فَاقَ‎; Bulgarian: надвишавам, надхвъ́рлям; Burmese: ပို; Catalan: excedir; Czech: překročit; Dutch: overschrijden, te buiten gaan, overstijgen, overtreffen; Finnish: ylittää; French: excéder, dépasser; German: überschreiten, hinausgehen über, übertreffen, übersteigen, überbieten, überrunden, übertrumpfen; Greek Ancient: ὑπερβάλλω; Hebrew: חָרַג‎; Hungarian: túllép, meghalad; Ido: ecesar; Indonesian: melampaui; Japanese: 超える, 越える; Maori: hipa; Norwegian: overgå, overstige; Portuguese: exceder, superar; Romanian: exceda, depăși, covârși, întrece; Russian: превышать, превосходить; Serbo-Croatian: premašiti, prekoračiti; Spanish: exceder, sobrepasar, pasar, pasarse