δημόλευστος
English (LSJ)
ον,
A publicly stoned, δ. φόνος death by public stoning, S.Ant.36; of a person, Lyc.331.
German (Pape)
[Seite 563] vom Volk gesteinigt, Lycophr. 331; φόνος, Steinigungstod, Soph. Ant. 36.
Greek (Liddell-Scott)
δημόλευστος: -ον, ὁ δημοσίᾳ λιθοβοληθείς, Λυκόφρ. 331· δ. φόνος ,θάνατος διὰ δημοσίου λιθοβολισμοῦ, Σοφ. Ἀντ.36.