δημόλευστος

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημόλευστος Medium diacritics: δημόλευστος Low diacritics: δημόλευστος Capitals: ΔΗΜΟΛΕΥΣΤΟΣ
Transliteration A: dēmóleustos Transliteration B: dēmoleustos Transliteration C: dimolefstos Beta Code: dhmo/leustos

English (LSJ)

δημόλευστον, publicly stoned, δ. φόνος death by public stoning, S.Ant.36; of a person, Lyc.331.

Spanish (DGE)

-ον
1 producido por lapidación pública φόνος S.Ant.36.
2 lapidado por el pueblo πρέσβυς Lyc.331.

German (Pape)

[Seite 563] vom Volk gesteinigt, Lycophr. 331; φόνος, Steinigungstod, Soph. Ant. 36.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lapidé par le peuple : δημόλευστος φόνος SOPH mort d'un supplicié lapidé par le peuple.
Étymologie: δῆμος, λεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημόλευστος -ον [δῆμος, λεύω] door het volk gestenigd.

Russian (Dvoretsky)

δημόλευστος: всенародно побитый камнями: φόνος δ. Soph. смерть от побиения камнями.

Greek (Liddell-Scott)

δημόλευστος: -ον, ὁ δημοσίᾳ λιθοβοληθείς, Λυκόφρ. 331· δ. φόνος, θάνατος διὰ δημοσίου λιθοβολισμοῦ, Σοφ. Ἀντ.36.

Greek Monolingual

δημόλευστος, -ον (Α)
1. ο λιθοβολημένος από τον δήμο, τον λαό
2. φρ. «δημόλευστος φόνος» — αυτός που έγινε με δημόσιο λιθοβολισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + λεύω «λιθοβολώ»].

Greek Monotonic

δημόλευστος: -ον (λεύω), αυτός που λιθοβολείται δημόσια· δ. φόνος, θάνατος μέσω δημοσίου λιθοβολισμού, σε Σοφ.

Middle Liddell

λεύω
publicly stoned, δ. φόνος death by public stoning, Soph.