ὁμοιοκαταληξία

Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

English (LSJ)

ἡ,

   A similarity of termination, Eust.1399.55.

German (Pape)

[Seite 335] ἡ, der ähnliche Ausgang, gleiche Endung, Reim, Eust. Od. 1399, 55.

Greek Monolingual

η (Μ ὁμοιοκαταληξία) ομοιοκατάληκτος
1. ομοιότητα στην κατάληξη
2. (μετρ.) επανάληψη της ίδιας κατάληξης στις τονιζόμενες συλλαβές της τελευταίας λέξης δύο ή περισσότερων στίχων, ρίμα.