ομοιότητα

From LSJ

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source

Greek Monolingual

και ομοιότης, η (ΑΜ ὁμοιότης) όμοιος
η ιδιότητα τών ομοιων, το να είναι κάποιος ή κάτι όμοιο(ς) με άλλο ή άλλα, η ταυτότητα ή κοινότητα μορφής ή χαρακτηριστικών γνωρισμάτων
νεοελλ.
1. (λογ.) συμφωνία πραγμάτων ή καταστάσεων βάσει ορισμένων γεγονότων
2. (γεωμ.) η ιδιότητα τών όμοιων σχημάτων κατά την οποία αυτά έχουν τις πλευρές ανάλογες και τις γωνίες ίσες
4. φρ. «νόμος ομοιότητας»
(μηχανολ.) σύνολο συνθηκών που επιβάλλεται να ισχύουν κατά την κατασκευή ενός υποδείγματος, ή μακέτας, αεροπλάνου, πλοίου, μηχανής κ.ά. κατασκευής έτσι ώστε να τηρούνται όλες οι ιδιότητες του υποδείγματος όταν αυτό κατασκευαστεί σε φυσικό μέγεθος υπό συνθήκες κανονικής λειτουργίας
αρχ.
1. (η δοτ. ως επίρρ.) ὁμοιότητι
ομοίως, όμοια («τὴν κεφαλὴν περιστήσας κύκλῳ περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν ὁμοιότητι», Πλατ.)
3. φρ. α) «ὁμοιότητι τέταγμαι» — κατέχω θέση όμοια με τη θέση άλλου
β) «ὁμοιότητι εἰμι κατά τι» — μοιάζω με κάτι
γ) «καθ' ὁμοιότητα λέγεσθαι» — το να λέγεται κάτι σε συσχετισμό με κάτι άλλο
δ) «καθ' ὁμοιότητα»
i) κατά τον ίδιο τρόπο με κάποιον άλλο
ii) στην περίπτωση που...