ἀναριτοτρόφος
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
German (Pape)
[Seite 205] Meerschneckenernährend, -Aesch. frg. 139, bei Ath. III, 86 b jetzt νηριτοτρ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναριτοτρόφος: ὁ τρέφων άναρίτας, νῦν γράφεται νηριτοτρόφος.