ἀναριτοτρόφος
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
[Seite 205] Meerschneckenernährend, -Aesch. frg. 139, bei Ath. III, 86 b jetzt νηριτοτρ.
ἀναριτοτρόφος: ὁ τρέφων άναρίτας, νῦν γράφεται νηριτοτρόφος.