ἀκατάστρεπτος
From LSJ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
English (LSJ)
ον,
A not to be overthrown, Sch.Pi.O.2.146.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάστρεπτος: -ον, ὁ μὴ καταστρεφόμενος, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 2. 146.