α, ον,
A belonging to the house, Leg.Gort.2.11.
ἐνδοθίδιος: -α, -ον, (ἐκ τοῦ ἔνδοθεν κατὰ Κομπαρέττην), ἀνήκων τῇ οἰκίᾳ, οἰκιακός, τὰν ἐνδοθιδίαν δώλαν Ἐπιγρ. Κρήτης Νομοθ. Γόρτ. ΙΙ11.