οἰκιακός
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
English (LSJ)
οἰκιακή, οἰκιακόν, of or belonging to a house, οἱ οἰ. those of one's household, Ev.Matt.10.36, cf. Vett.Val. in Cat.Cod.Astr.8(1).167: sg., POxy.294.17 (i A.D.); οἰκιακός μου Milet.3.156 (Epist. Claud.); οἰκιακή μου PGiss.88.4 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 301] = οἰκεῖος, häuslich; v.l. für οἰκειακός, Plut. Cic. 20; im Gegensatz von οἰκοδεσπότης, domesticus, Matth. 10, 25.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de l'intérieur, privé, domestique.
Étymologie: οἰκία.
Russian (Dvoretsky)
οἰκιακός: II ὁ домочадец NT.
οἰκιᾰκός: домашний Plut.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκιᾰκός: -ή, -όν, ὁ εἰς τὴν οἰκίαν ἀνήκων, οἰκεῖος, κοινῶς «ἄνθρωπος τοῦ σπιτιοῦ», «ἰδικός», καὶ οἱ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου καὶ οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ Εὐαγγ. κ. Ματθ. ι΄, 36· πρβλ. οἰκειακός.
English (Strong)
from οἰκία; familiar, i.e. (as noun) relatives: they (them) of (his own) household.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α οἰκιακός, -ή, -όν) οικία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικία ή αυτός που γίνεται μέσα στην οικία, ο σπιτικός (α. «οικιακή παραγωγή» — η παραγωγή που γίνεται από τα μέλη της οικογένειας μέσα στο σπίτι
β. «οἰκιακὰ σκεύη», πάπ.)
νεοελλ.
1. αυτός που διατηρεί φιλικές σχέσεις με την οικογένεια, οικείος («οικιακός φίλος»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οικιακά
η καθημερινή απασχόληση για τη λειτουργία, την καθαριότητα και τη συντήρηση του σπιτιού
2. φρ. α) «οικιακά έξοδα» — τα έξοδα για τη συντήρηση του σπιτιού
β) «οικιακή βιοτεχνία» — βιοτεχνία οργανωμένη μέσα στο σπίτι του βιοτέχνη, που διεξάγεται κυρίως από τα μέλη της οικογένειάς του
γ) «οικιακή εργασία» — η εργασία που παρέχεται στο σπίτι του εργαζόμενου για λογαριασμό ενός ή περισσότερων επιχειρηματιών
δ) «οικιακή λογιστική» — η συστηματική παρακολούθηση με απλές λογιστικές μεθόδους τών εσόδων και εξόδων του νοικοκυριού με σκοπό τον έλεγχο της πορείας τών οικονομικών της οικογένειας
ε) «οικιακή οικονομία»
i) η οικοκυρική
ii) η εξεύρεση μέσων για την αντιμετώπιση τών οικογενειακών αναγκών
iii) οικιακή παραγωγή
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ οἰκιακός
αυτός που αποτελεί μέλος της οικογένειας, άνθρωπος του σπιτιού, συγγενής, οικείος
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ οἰκιακοί
όλοι ὅσοι βρίσκονται κάτω από τις διαταγές του οικοδεσπότη.
επίρρ...
οικιακώς και -ά (Α οἰκιακῶς)
κατά τρόπο σύμφωνο με την οικιακή ζωή, προς τις οικιακές ασχολίες.
Greek Monotonic
οἰκιᾰκός: -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο σπίτι, ο άνθρωπος του σπιτιού, οἱ οἰκιακοί, οι σύνοικοι κάποιου, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
οἰκιᾰκός, ή, όν
of or belonging to a house, οἱ οἰκ. one's domestics, NTest.
Chinese
原文音譯:o„kiakÒj 哀企阿可士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:家
字義溯源:家裏的人,家人,家屬;源自(οἰκία)=家,住處);而 (οἰκία)出自(οἶκος)*=住處)。參讀 (οἶκος)同源字
出現次數:總共(2);太(2)
譯字彙編:
1) 家人(2) 太10:25; 太10:36