ἐπιπλέον

From LSJ
Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source

German (Pape)

[Seite 970] d. i. ἐπὶ πλέον, noch mehr, weiter, ausführlicher, Her., Thuc. u. A.

Greek Monolingual

(AM ἐπιπλέον και ἐπιπλεῑον και ἐπὶ πλέον και ἐπὶ πλεῑον)
επίρρ. περισσότερο, ακόμη περισσότερο, επιπρόσθετα, εκτός τών άλλων, όλο και πιο πολύ, παραπάνω.