κλινοποιός

Revision as of 11:12, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

English (LSJ)

ὁ,

   A maker of beds or bedsteads, Pl.R.597a, D.27.9:—hence ἡ κλινοποιική (sc. τέχνη)

   A the art of making beds, Poll.7.159.

German (Pape)

[Seite 1454] = κλινοπηγός; Plat. Rep. X, 596 e; Dem. 27, 9.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑνοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων κλίνας, ξυλουργός, Πλάτ. Πολ. 596Ε, Δημ. 816. 9· ― ἡ κλινοποιϊκὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ κατασκευάζειν κλίνας, Πολυδ. Ζ΄, 159.