κλινοποιός
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
ὁ, maker of beds, maker of bedsteads, upholsterer, Pl.R. 597a, D.27.9:—hence ἡ κλινοποιική (sc. τέχνη) the art of making beds, Poll.7.159.
German (Pape)
[Seite 1454] = κλινοπηγός; Plat. Rep. X, 596 e; Dem. 27, 9.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
fabricant de lits, fabricant de litières.
Étymologie: κλίνη, ποιέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλινοποιός -οῦ, ὁ [κλίνη, ποιέω] beddenfabrikant.
Russian (Dvoretsky)
κλινοποιός: ὁ изготовляющий ложа, кровати или носилки, кроватный мастер Plat.
Greek (Liddell-Scott)
κλῑνοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων κλίνας, ξυλουργός, Πλάτ. Πολ. 596Ε, Δημ. 816. 9· ― ἡ κλινοποιϊκὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ κατασκευάζειν κλίνας, Πολυδ. Ζ΄, 159.
Greek Monolingual
ο (Α κλινοποιός)
αυτός που κατασκευάζει κλίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + -ποιός (< ποιῶ)].
Greek Monotonic
κλῑνοποιός: ὁ (ποιέω), αυτός που φτιάχνει κρεβάτια ή πλαίσια κρεβατιών, ταπετσέρης, σε Πλάτ., Δημ.
Middle Liddell
κλῑνο-ποιός, οῦ, ποιέω
making beds or bedsteads, an upholsterer, Plat., Dem.