κερδοσυλλέκτης
From LSJ
διφθέραι σταδιαῖαι τοῖς μεγέθεσιν → hides a stade in size, hides fastened together so as to cover a place an entire stadium in extent
German (Pape)
[Seite 1424] ὁ, Gewinnzusammenleser, der überall Gewinn sucht, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κερδοσυλλέκτης: -ου, ὁ, ὁ πανταχοῦ ἀναζητῶν κέρδη, Νικήτ. Χρον. 16. 2.