ἀρτολάγανον
English (LSJ)
[λᾰ], τό,
A savoury cake made with spices, wine, oil, and milk, Cic.Fam.9.20.2, Ath.5.113d.
German (Pape)
[Seite 363] τό, eine Art Kuchen, Ath. III, 113 c; vgl. Cic. ad Fam. 9, 20.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτολάγανον: τὸ, εἶδος ἄρτου ἠρωματισμένου, εἰς δὲ τὸ καλούμενον ἀρτολάγανον ἐμβάλλεται οἰνάριον ὀλίγον καὶ πέπερι γάλα τε καὶ ἔλαιον ὀλίγον ἤ στέαρ Ἀθήν. 113D, Λατ. artolaganus, Κικ. Fam. 9. 20.