κακιότερος
From LSJ
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
German (Pape)
[Seite 1298] compar. zu κακός, von κακίων gebildet, Strat. 6 (XII, 7).
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκῑότερος: μεταγεν. ποιητ. τύπος τοῦ συγκρ. κακίων, Ἀνθ. Π. 12. 7.