ἐνωραΐζομαι

Revision as of 11:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

   A beautify oneself for the benefit of, τοῖς γυναίοις Luc.Am. 9.    II give oneself airs in, τῷ βασιλείῳ θάκῳ Agath.2.26.

German (Pape)

[Seite 861] Einem schön thun, zu gefallen suchen, τινί, Luc. Amor. 9; Chrysost.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνωραΐζομαι: ἀποθ., θέλω νὰ φαίνωμαι εὔμορφος εἴς τινα, κομψεύομαι, τοῖς γυναίοις ἐνωραϊζόμενον Λουκ. Ἔρωτες 9: ‒- ὑπερηφανεύομαι, «καμαρώνω», τῷ ἰδίῳ κάλλει ἐνωραΐζεται Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. 890Α.