μελάγκρανις
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
German (Pape)
[Seite 117] ιος, ἡ, die Binsenart, die schwarze Knöpfchen od. Kolben an der Spitze trägt, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
μελάγκρᾱνις: -ιος, ἡ, εἶδος σχοίνου ἢ «βούρλου» ἔχοντος μέλαιναν κορυφήν, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 12, 1, Πλίν. 21. 69. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μελάγκρανις· ὀξύσχοινος. ἢ τὰ ἄκρα μελανίζουσα».