σκιογράφος

From LSJ
Revision as of 10:59, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

German (Pape)

[Seite 899] davon σκιογραφέω u. σκιογραφία, ἡ, spätere und schlechtere Formen statt σκιαγράφος u. s. w., Lob. Phryn. p. 646.

Greek (Liddell-Scott)

σκιογράφος: κτλ., μεταγεν. τύποι ἀντὶ σκια-γράφος, Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 646.