ἐννοσίγαιος
German (Pape)
[Seite 848] p. = ἐνοσίγαιος, ὁ, der Erderschütterer, Poseidon, weil man ihn als den Urheber der Erdbeben ansah, Hom. u. Hes. – Adj., ἐχέτλη, die Erde umstürzend, Nonn. 1, 327.
Greek (Liddell-Scott)
ἐννοσίγαιος: ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ ἐνοσίγ-, ὁ σείων τὴν γῆν, ἐπώνυμον τοῦ Ποσειδῶνος παρ’ Ὁμ. ἐν Χειρογρ. ἐνίοτε ἐνοσίγαιος ὡς ἐν Λουκ. Διΐ τραγῳδῷ 9· ἐννοσίγαιος ἐν Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 187. - Πρβλ. ἔνοσις, ἐνοσίγαιος, εἰνοσίφυλλος.