Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μάνυζα

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann

Menander, Monostichoi, 463

Greek (Liddell-Scott)

μάνυζα: «μονοκέφαλον σκόροδον, ὅπερ ἔνιοι μώλυζαν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μάνυζα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μονοκέφαλον σκόροδον, ὅπερ ἔνιοι μώλυζαν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα μανός και μάνυ (πρβλ. κόνυζα, μώλυζα)].