κόνυζα

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320

{{LSJ1 |Full diacritics=κόνυζα |Medium diacritics=κόνυζα |Low diacritics=κόνυζα |Capitals=ΚΟΝΥΖΑ |Transliteration A=kónyza |Transliteration B=konyza |Transliteration C=konyza |Beta Code=ko/nuza |Definition=ης, ἡ, name of various species of Inula, fleabane, Hecat. 154 J., Arist.HA534b28, Thphr.HP6.2.6, Gal.12.35, etc.; poet. κνύζα Theoc.4.25, 7.68; κ. ἄρρην, = κ. μείζων, Dsc.3.121, Inula viscosa; κ. θήλεια Thphr. l. c.; = κ. μικρά, Dsc. l. c., I. graveolens, cf. Nic.Th. 875; a third species, = [[I. britannica]], Thphr. l. c., [[Dsc. l. c. }}

German (Pape)

[Seite 1482] ἡ, eine starkriechende Pflanze, Dürrwur; Arist. H. A. 4, 8; κακόφλοιος Nic. Al. 331; χαμαίζηλος Ther. 70, öfter; Diosc.; bei Theocr. 4, 25. 7, 68 zusammengezogen in κνῦζα.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1]] conyze ou herbe aux puces, encensière (erigeron viscosum);
2 autre plante (inula Britannica ou inule des fleuves).
Étymologie: DELG pê emprunt.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόνυζα -ης, ἡ vlooienkruid.

Russian (Dvoretsky)

κόνυζα: ἡ бот. мелколепестник (Erigeron) Arst.

Spanish

ínula

Greek Monolingual

η (ΑM κόνυζα και κνύζα)
ονομασία, κοινή σήμερα, του φυτού Ιnula graveolens του γένους ίνουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αν αρχικός είναι ο τ. κνύζα, θα μπορούσε να συνδεθεί με το αρχ. νορβ. hnukr «δυνατή οσμή» και να αναχθεί στην ίδια ΙΕ ρίζα με τα κνύω, κνῶ, κνίζω κ.λπ. Στην περίπτωση αυτή, ο τ. κόνυζα είναι μεταγενέστερο προϊόν μεταπλασμού, κατά τα όρυζα, μάνυζα, επίσης ονομασίες φυτών.
ΠΑΡ. αρχ. κονυζήεις, κονυζίτης.

Greek Monotonic

κόνυζα: -ης, ἡ, είδος φυτού με βαριά μυρωδιά, πουλικάρια, ψυλλόχορτο, αγγειόσπερμο φυτό, ποιητ. κνύζα, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

κόνυζα: -ης, -ἡ, εἶδος φυτοῦ βαρεῖαν ὀσμὴν ἔχοντος, κοινῶς «ἀκονυζία», «ἀγριοθρύμπη» ἢ «ψυλλοβότανον», pulicaria, Ἑκαταῖ. 133, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 28, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 6. 2, 6, κτλ.· ποιητ. κνύζα, Θεοκρ. 4. 25., 7. 68· ― ὑπῆρχον δύο εἴδη αὐτῆς, ἄρρην καὶ θήλεια, Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: name of a strong smelling plant, `fleabane, Inula (viscosa, graveolens, britannica); (Hekat., Arist., Thphr., Dsc.),
Other forms: also σκόνυζα (Pherecr.) and κνύζα (Theoc.) > NGr. (Calabr.) kliza (Rohlfs ByzZ 37, 53, Wb. s. v.).
Derivatives: κονυζήεις κ.-like (Nic.), κονυζίτης (οἶνος) seasoned with κ. (Dsc., Gp.; Redard Les noms grecs en -της 97).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation like μώλυζα, μάνυζα, ὄρυζα, κόρυζα a. o. Formed from κονίς (s. v.), with dialectal κνύζα as reshaping after κνύω? On the other hand κνύζα (< *κνύγ-ι̯α?) has een compared withOWNo. hnykr (PGm. *hnuki-, IE. *knugi-) stench (to which κνόος, κνύω) Torp in Fick 3, 100. If so, κόνυζα could be reshaping after κονίς (acc. to Schwyzer 278 -ο- epenthesis.) - The variation rather points to a Pre-Greek word (note also the σ-); Fur. 183, 381.

Middle Liddell

κόνυζα, ης, ἡ,
a strong-smelling plant, fleabane, pulicaria, poet. κνύζα, Theocr.

Frisk Etymology German

κόνυζα: {kónuza}
Forms: auch σκόνυζα (Pherekr.) und κνύζα (Theok.) > ngr. (kalabr.) kliza usw. (Rohlfs ByzZ 37, 53, Wb. s. v.),
Grammar: f. (Hekat., Arist., Thphr., Dsk. u. a.),
Meaning: N. einer stark riechenden Pflanze, ‘Flohkraut, Inula (viscosa, graveolens, britannica)’;
Derivative: davon κονυζήεις ‘κ.-ähnlich’ (Nik.), κονυζίτης (οἶνος) ‘mit κ. gewürzt’ (Dsk., Gp.; Redard Les noms grecs en -της 97).
Etymology: Bildung wie μώλυζα, μάνυζα, ὄρυζα, κόρυζα u. a. Kann nach diesen zu κονίς (s. d.) gebildet sein, wobei das dialektale κνύζα sich als Umbildung nach κνύω erklären läßt. Anderseits ist κνύζα (< *κνύγι̯α?) mit awno. hnykr (urg. *hnuki-, idg. *knugi-) Gestank (wozu κνόος, κνύω) verglichen worden (Torp bei Fick 3, 100). Wenn richtig, ist κόνυζα sekundäre Umbildung nach κονίς (nach Schwyzer 278 -ο- Vokalentfaltung).
Page 1,913-914

Léxico de magia

ἡ bot. ínula oculta bajo nombres secretos γόνος Ἡφαίστου· κονύζα<ν> λέγει semen de Hefesto quiere decir ínula P XII 439