μυιοφόρον
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
Greek (Liddell-Scott)
μυιοφόρον: τραῦμα, τὸ φέρον μυίας, Σωφρ. Ἱεροσ. ἐν Spicil Rom. τ. ΙΙΙ, σ. 247.
Greek Monolingual
μυιοφόρον, τὸ (Μ)
φρ. «μυιοφόρον τραῡμα» — τραύμα στο οποίο μαζεύονται μύγες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + -φόρον (< φέρω), ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. μυιοφόρος].