στερεώδης
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
German (Pape)
[Seite 937] ες, von fester, solider Art, Alex. Trall.
Greek (Liddell-Scott)
στερεώδης: -ες, (εἶδος) ὁ τὴν φύσιν σταθερὸς ἢ στερεός, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀλεξ. Τραλλ.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α στερεός
στερεοειδής.