αἰωνοχαρής
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
Greek (Liddell-Scott)
αἰωνοχαρής: -ές, ὁ χαίρων αἰωνίως, Ὕμν. παρὰ Κλήμ Ἀλ. 115.
Spanish (DGE)
-ές
del Hijo que se complace en la eternidad Clem.Al.Paed.3.12.101.