περισπόρια

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

τά,

   A suburbs, LXX Jo.21.2, 1 Ch.6.55(40), al.

Greek (Liddell-Scott)

περισπόρια: τά, ἀμφίβ. λέξ. παρὰ τοῖς Ἑβδ. σημαίνουσα τὰ προάστεια πόλεως.

Greek Monolingual

τὰ, Α περισπείρω
τα προάστια («δοῡναι ἡμῑν πόλεις κατοικεῑν καί τὰ περισπόρια τοῑς κτήνεσιν ἡμῶν», ΠΔ).