ἡμίπτωτος

Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

ον, (πίπτω)

   A half-fallen, Suid. s.v. ἐρείπιον.

German (Pape)

[Seite 1169] halb eingestürzt, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίπτωτος: -ον, (πίπτω) κατὰ τὸ ἥμισυ πεσών, Ἡσύχ, ἐν λ. ἐρείπιον.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἡμίπτωτος, -ον)
μισοπεσμένος, μισογκρεμισμένος, μισοερειπωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πτωτος (< πίπτω), πρβλ. έκ-πτωτος, ομοιό-πτωτος].