οὐροδοχεῖον
From LSJ
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
English (LSJ)
τό, = οὐροδόχη (chamberpot, chamber pot, chamber-pot), Gloss. ; — also οὐροδόχιον, ib.
Greek (Liddell-Scott)
οὐροδοχεῖον: τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «κατουροκάνατον», Γλώσσ.