ἀπερίσκεπτος

Revision as of 19:48, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ον,

   A inconsiderate, thoughtless, Th.4.108, D.C.Fr.57.25. Adv.-τως Th.4.10,6.57, Ph.2.340, al., D.H.6.10: Comp. -ότερον Th.6.65, Chrysipp.Stoic.3.125.    II Pass., uninvestigated, πολλὰ ἀ. καταλιπεῖν Ph.1.387.

German (Pape)

[Seite 288] unüberlegt, unbesonnen, ἐλπίς Thuc. 4, 108; comparat. 6, 65; Sp. oft, καὶ τολμηρός D. Hal. 6, 10; adv., καὶ ῥᾳθύμως 4, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερίσκεπτος: -ον, ὁ μὴ σκεπτόμενος, μὴ έξετάζων τὰ πράγματα, ἐπιπόλαιος, ἀστόχαστος, Θουκ. 4. 108, Διον. Ἁλ. 6. 10. ― Ἐπίρ. -τως Θουκ. 4. 10., 6. 57. ― Συγκρ. -ότερον 6. 65.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inconsidéré.
Étymologie: ἀ, περισκέπτομαι.