νηπιόεις

From LSJ
Revision as of 11:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199

Greek (Liddell-Scott)

νηπιόεις: -εσσα, -εν, ποιητ. ἀντὶ νήπιος, Α. Β. 1089.

Greek Monolingual

νηπιόεις, -εσσα, -εν (Μ)
(ποιητ. τ. αντί νήπιος) αυτός που συμπεριφέρεται σαν νήπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος + κατάλ. -όεις (πρβλ. αγρι-όεις, μελαν-όεις)].