νηπιόεις
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
Greek (Liddell-Scott)
νηπιόεις: -εσσα, -εν, ποιητ. ἀντὶ νήπιος, Α. Β. 1089.
Greek Monolingual
νηπιόεις, -εσσα, -εν (Μ)
(ποιητ. τ. αντί νήπιος) αυτός που συμπεριφέρεται σαν νήπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος + κατάλ. -όεις (πρβλ. αγριόεις, μελανόεις)].
German (Pape)
εσσα, εν, poet. = νήπιος, Orac.Sib., zweifelhaft.