ἁγνότης
English (LSJ)
ητος, ἡ, (ἁγνός)
A purity, chastity, integrity, IG4.588.15 (Argos, ii A.D.), 2 Ep.Cor.6.5.
German (Pape)
[Seite 18] ἡ, N. T., Reinheit.
Greek (Liddell-Scott)
ἁγνότης: -ητος, ἡ, (ἁγνός) καθαρότης, σωφροσύνη, Συλλ. Ἐπιγρ. 1133. Ἐπιστ. π. Κορ. Β΄. β΄. 2.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
pureté, chasteté.
Étymologie: ἁγνός.