ἀρχαιόγονος
English (LSJ)
ον,
A of ancient race, of old descent, S.Ant.981. II (perh. parox. ἀρχαιογόνος) original, primal, αἰτία Arist.Mu.399a26 (nisi leg. ἀρχέγονον).
German (Pape)
[Seite 364] aus altem Geschlechte, Soph. Tr. 968; übh. ursprünglich, αἰτία Arist. mund. 6, 21.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχαιόγονος: -ον, ὁ ἐξ ἀρχαίου γένους, λίαν ἀρχαῖος, Σοφ. Ἀντ. 981. ΙΙ. ἴσως παροξ. ἀρχαιο-γόνος, ἀρχικός, πρῶτος, αἰτία Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 21.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’une antique origine.
Étymologie: ἀρχαῖος, γίγνομαι.