ἑκατονταετηρίς

Revision as of 19:53, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A period of 100 years, Pl.R.615a.

German (Pape)

[Seite 752] ίδος, ἡ, das Jahrhundert, Plat. Rep. X, 615 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκᾰτονταετηρίς: -ίδος, ἡ, περίοδος ἑκατὸν ἐτῶν, τοῦτο δὲ εἶναι κατὰ ἑκατονταετηρίδα ἑκάστην Πλάτ. Πολ. 615Α.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
période de cent ans.
Étymologie: ἑκατόν, ἔτος.