εὐαρεστία

Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

ἡ,

   A = εὐαρέστησις, Hierocl.in CA11p.442M.: in pl., individual tastes, predilections, Phld.Rh.1.152S.

Greek (Liddell-Scott)

εὐαρεστία: ἡ, = εὐαρέστησις, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 6, 8, ὡς διάφ. γραφ. Κλημέντια 257Β, κλ.

Greek Monolingual

εὐαρεστία, ἡ (Α) ευάρεστος
1. η ευαρέστηση
2. στον πληθ. αἱ εὐαρεστίαι
η αρέσκεια, η ατομική προτίμηση, τα ατομικά γούστα.