προτίμηση

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11

Greek Monolingual

η / προτίμησις, -ήσεως, ΝΜΑ, δωρ. τ. προτίμασις Α προτιμῶ
1. το να τιμά ή να εκτιμά κανείς κάποιον («πλήθους τε ἰσονομίας πολιτικῆς καὶ ἀριστοκρατίας σώφρονος προτιμήσει», Θουκ.)
2. η απόδοση μεγαλύτερης σημασίας ή αξίας σε κάποιον ή σε κάτι
3. φρ. «δίκαιο προτιμήσεως» — αρχαίος θεσμός, που διατηρήθηκε και στο βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο, και σύμφωνα με τον οποίο προτιμώνται ως αγοραστές οι γείτονες ή οι συγγενείς ενός προσώπου που ήθελε να πουλήσει ένα ακίνητό του
νεοελλ.
1. ιδιαίτερη επιθυμία, κλίση
2. μεροληψία, εύνοια
3. φρ. (οικον.) α) «προτίμηση καταναλωτή» — η τάση του καταναλωτή να προτιμά την κατανάλωση ορισμένων αγαθών και υπηρεσιών και, κατ' επέκταση, η κλίμακα που δείχνει αυτή η προτίμηση
β) «προτίμηση ρευστότητας» — όρος που υποδηλώνει την επιθυμία τών ανθρώπων να διατηρούν στην κατοχή τους ρευστό διαθέσιμο χρήμα
γ) «προτίμηση χρόνου» — μικροοικονομική θεωρία σύμφωνα με την οποία ορισμένα άτομα προτιμούν την παρούσα κατανάλωση αγαθών ή υπηρεσιών ενώ άλλα αναβάλλουν την κατανάλωση για το μέλλον
αρχ.
φρ. «τὸ κατὰ προτίμησιν λεγόμενον» ἤ «τὸ κατὰ προτίμησιν σχῆμα» — ρητορικό σχήμα κατά το οποίο τα μέρη ενός λόγου κατατάσσονται βαθμηδόν με πρόταξη του σπουδαιοτέρου.