αρέσκεια
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
Greek Monolingual
η (AM ἀρέσκεια)
ευχαρίστηση, ικανοποίηση, προτίμηση
αρχ.
1. το να προσπαθεί κάποιος να γίνει αρεστός με κάθε τρόπο, η δουλοπρέπεια
2. κάθε τι που κολακεύει ή ευχαριστεί κάποιον
3. (με καλή σημασία) η καλή, η αρμόζουσα, η ηθική συμπεριφορά
4. αἱ ἀρέσκειαι
αι δόξαι, οι προλήψεις, το να πιστεύουν μερικοί ό,τι τους αρέσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρεσκος.
ΣΥΝΘ. αυταρέσκεια
νεοελλ.
απαρέσκεια, δυσαρέσκεια, ευαρέσκεια φιλαρέσκεια].