πηγάνινος
English (LSJ)
η, ον,
A of rue, ἔλαιον Id.11.489.
German (Pape)
[Seite 608] aus Raute, von der Raute gemacht, sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
πηγάνινος: [ᾰ], -η, -ον, ὁ ἐκ πηγάνου, πηγάνινον ἔλαιον Γαλην. τ. 13, σ. 40, Ἀλέξ. Τραλλ. 1, σ. 22, 98, κτλ.
Greek Monolingual
-ίνη, -ον, Α
παρασκευασμένος από πήγανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πήγανον «είδος φυτού» + κατάλ. -ινος (πρβλ. μάλλ-ινος)].