πήγανο
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
Greek Monolingual
το / πήγανον, ΝΜΑ, και απήγανο και απήγανος, ο, Ν
φυτό που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αποτελεί γένος το οποίο ανήκει στην οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών ζυγοφυλλίδες και περιλαμβάνει 5 περίπου είδη, σημαντικότερο από τα οποία θεωρείται το Peganum harmala, γνωστό σήμερα και με την κοινή ονομασία αγριοπήγανος ή αγριοπήγανο, και χρησιμοποιούμενο στη φαρμακευτική
αρχ.
1. φρ. α) «πήγανον τὸ ὀρεινόν» — ρυτή η ορεινή
β) «πήγανον τὸ ἄγριον» — ρυτή η χαλέπειος
2. παροιμ. «οὔτ' ἐν σελίνῳ οὔτ' ἐν πηγάνῳ» — λεγόταν γι' αυτούς που δεν κατορθώνουν τίποτε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. μεσογειακής προέλευσης με επίθημα -ανον (πρβλ. λάχανον, βάκανον). Η παραγωγή της λ. από το θ. πηγ- του πήγνυμι παρουσιάζει σημασιολογικές δυσχέρειες, εκτός κι αν υποθέσουμε ότι στο φυτό είχαν αποδοθεί αιμοπηκτικές και αιμοστατικές ιδιότητες].