θεατροσκοπία
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
Greek (Liddell-Scott)
θεᾱτροσκοπία: ἡ, τὸ φοιτᾶν εἰς τὰ θέατρα, Συνέσ. 100Α, ἔνθα ἤδη θεατροκοπίαις.
Greek Monolingual
θεατροσκοπία, ή (Α) θεατροσκόπος
το να συχνάζει κάποιος στα θέατρα.