Greek (Liddell-Scott)
ὅν: δὲν δύναταί τις νὰ τραυματίσῃ, ἄτρωτοι παῖδες θεῶν Πινδ. Ι. 3. 31, Εὐρ. Φοίν. 594, Ἀριστ. Ρητ. 2. 22, 12· μεταφ. ἄτρ. χρήμασιν Πλάτ. Συμπ. 219Ε.
French (Bailly abrégé)
acc. sg. m. de ὅς, ἥ, ὅ;
nom.-acc. neutre ou acc. masc. de l’adj. possessif ὅς, poét. p. ἑός.