ματαιοβουλία

Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

Greek (Liddell-Scott)

ματαιοβουλία: ἡ, ματαία, μωρὰ βουλή, ἡμαρτημ. γραφὴ παρὰ Σιμωνίδ. *37 [50] ἀντὶ μεταιβολία, ἴδε τὴν λέξιν.

Greek Monolingual

ματαιοβουλία ἡ (Α) ματαιόβουλος
η μάταιη, η ανόητη σκέψη.