ματαιόβουλος

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek (Liddell-Scott)

ματαιόβουλος: ὁ, ὁ μάταια βουλευόμενος, Ἰω. Γενέσ. σ. 64, 28, ἔκδ. Β.

Greek Monolingual

ματαιόβουλος, ὁ (Α)
αυτός που σκέφτεται μάταια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + -βουλος (< βουλή), πρβλ. αριστόβουλος, κλυτόβουλος].