ματαιόβουλος
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Greek (Liddell-Scott)
ματαιόβουλος: ὁ, ὁ μάταια βουλευόμενος, Ἰω. Γενέσ. σ. 64, 28, ἔκδ. Β.
Greek Monolingual
ματαιόβουλος, ὁ (Α)
αυτός που σκέφτεται μάταια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + -βουλος (< βουλή), πρβλ. αριστόβουλος, κλυτόβουλος].